Δείτε επίσης: -γονος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -γόνος η -γόνος
-γόνα
το -γόνο
      γενική του -γόνου της -γόνου
-γόνας
του -γόνου
    αιτιατική τον -γόνο τη(ν) -γόνο
-γόνα
το -γόνο
     κλητική -γόνε -γόνε
-γόνα
-γόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -γόνοι οι -γόνοι
-γόνες
τα -γόνα
      γενική των -γόνων των -γόνων των -γόνων
    αιτιατική τους -γόνους τις -γόνους
-γόνες
τα -γόνα
     κλητική -γόνοι -γόνοι
-γόνες
-γόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-γόνος λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία -gon, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ή γαλλική -gon / -gen < αρχαία ελληνική γόνος[1][2] Δείτε και -γονος

  Επίθημα επεξεργασία

-γόνος, -ος / -α, -ο

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. "-γόνος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)