-γόνος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -γόνος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική -γόνος < γίγνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵíǵnh₁- < *ǵenh₁- (παράγω, τίκτω, γεννώ)
- για το επίθετο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία -gon, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ή γαλλική -gon / -gen[1][2]
Επίθημα 1Επεξεργασία
-γόνος
Επίθημα 2Επεξεργασία
-γόνος, -ος / -α, -ο
- β’ συνθετικό επιθέτου που δηλώνει ότι η σύνθετη λέξη έχει κάποια χαρακτηριστικά ή ιδιότητες του α’ συνθετικού
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
-γόνος
Επεξεργασία
- ↑ «"-γόνος"» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Α΄ έκδοση: 1998)