Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρκινογόνος η καρκινογόνος
καρκινογόνα
το καρκινογόνο
      γενική του καρκινογόνου της καρκινογόνου
καρκινογόνας
του καρκινογόνου
    αιτιατική τον καρκινογόνο την καρκινογόνο
καρκινογόνα
το καρκινογόνο
     κλητική καρκινογόνε καρκινογόνε
καρκινογόνα
καρκινογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρκινογόνοι οι καρκινογόνοι
καρκινογόνες
τα καρκινογόνα
      γενική των καρκινογόνων των καρκινογόνων των καρκινογόνων
    αιτιατική τους καρκινογόνους τις καρκινογόνους
καρκινογόνες
τα καρκινογόνα
     κλητική καρκινογόνοι καρκινογόνοι
καρκινογόνες
καρκινογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρκινογόνος < καρκίν(ος) + -ο- + -γόνος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cancerigenic

  Επίθετο επεξεργασία

καρκινογόνος, -ος / -α, -ο

  1. που προκαλεί καρκίνο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) το καρκινογόνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία