Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γόνος οι γόνοι
      γενική του γόνου των γόνων
    αιτιατική τον γόνο τους γόνους
     κλητική γόνε γόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γόνος < αρχαία ελληνική γόνος, θέμα γον-, ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος γεν- του ρήματος γίγνομαι (αόριστος εγενόμην, παρακείμενος γέγονα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γόνος αρσενικό

  1. τέκνο, απόγονος
    γόνος γνωστής οικογένειας εθεάθη με πρωταγωνίστρια του θεάτρου
  2. σπέρμα, σπόρος
  3. η γύρη των λουλουδιών
  4. (ιχθυολογία) αβγά ή νεογνά ψαριών
    η αλιεία γόνου απαγορεύεται

  Μεταφράσεις επεξεργασία