Δείτε επίσης: ἀπόγονος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η απόγονος οι απόγονοι
      γενική του/της
του
απογόνου
απόγονου
των απογόνων
    αιτιατική τον/την απόγονο τους/τις απογόνους
     κλητική απόγονε απόγονοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απόγονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόγονος. Συγχρονικά αναλύεται σε από- + -γονος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈpo.ɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐γο‐νος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόγονος αρσενικό ή θηλυκό

  • το παιδί ή το εγγόνι ή το δισέγγονο (κ.ο.κ.) κάποιου, αυτός που κατάγεται από κάποιους προγόνους
    ⮡  Βίον ανθόσπαρτον και καλούς απογόνους (ευχή που δίνεται σε νεόνυμφους)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία