απόγονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | απόγονος | οι | απόγονοι |
γενική | του/της του |
απογόνου απόγονου |
των | απογόνων |
αιτιατική | τον/την | απόγονο | τους/τις | απογόνους |
κλητική | απόγονε | απόγονοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόγονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόγονος. Συγχρονικά αναλύεται σε από- + -γονος.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpo.ɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐γο‐νος
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόγονος αρσενικό ή θηλυκό
- το παιδί ή το εγγόνι ή το δισέγγονο (κ.ο.κ.) κάποιου, αυτός που κατάγεται από κάποιους προγόνους
- ↪ Βίον ανθόσπαρτον και καλούς απογόνους (ευχή που δίνεται σε νεόνυμφους)
Αντώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόγονος
Πηγές επεξεργασία
- απόγονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- απόγονος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)