-γονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -γονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -γονος (επίθετο) (θέμα συγγενές στο γίγνομαι, δείτε και -γόνος, γόνος)[1]
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -γονος | οι | -γονοι |
γενική | του | -γόνου | των | -γόνων |
αιτιατική | τον | -γονο | τους | -γόνους |
κλητική | -γονε | -γονοι | ||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
-γονος αρσενικό
Επίθημα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -γονος | η | -γονη | το | -γονο |
γενική | του | -γονου | της | -γονης | του | -γονου |
αιτιατική | τον | -γονο | τη(ν) | -γονη | το | -γονο |
κλητική | -γονε | -γονη | -γονο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -γονοι | οι | -γονες | τα | -γονα |
γενική | των | -γονων | των | -γονων | των | -γονων |
αιτιατική | τους | -γονους | τις | -γονες | τα | -γονα |
κλητική | -γονοι | -γονες | -γονα | |||
Διαφορετικά κλίνεται το -γόνος. | ||||||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
-γονος, -η, -ο
Σύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γονος στο Βικιλεξικό
- Όροι που λήγουν σε γονος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γόνος στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Ανδρικά ονόματα με επίθημα -γονος (αρχαία ελληνικά)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία -γονος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ "-γόνος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -γονος < θέμα συγγενές με του γίγνομαι (δείτε και γόνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵíǵnh₁- θέμα με αναδιπλασιασμό < *ǵenh₁- (παράγω, τίκτω, γεννώ)
Επίθημα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | -γονος | οἱ | -γονοι |
γενική | τοῦ | -γόνου | τῶν | -γόνων |
δοτική | τῷ | -γόνῳ | τοῖς | -γόνοις |
αιτιατική | τὸν | -γονον | τοὺς | -γόνους |
κλητική ὦ! | -γονε | -γονοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -γόνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -γόνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
-γονος αρσενικό
- δεύτερο συνθετικό ουσιαστικού που δηλώνει συγγενική σχέση όπως δηλώνεται από το πρόθημα
Επίθημα
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | -γονος | τὸ | -γονον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | -γόνου | τοῦ | -γόνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | -γόνῳ | τῷ | -γόνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | -γονον | τὸ | -γονον | ||
κλητική ὦ! | -γονε | -γονον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | -γονοι | τὰ | -γονᾰ | ||
γενική | τῶν | -γόνων | τῶν | -γόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | -γόνοις | τοῖς | -γόνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | -γόνους | τὰ | -γονᾰ | ||
κλητική ὦ! | -γονοι | -γονᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -γόνω | τὼ | -γόνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -γόνοιν | τοῖν | -γόνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
-γονος, -ος, -ον
- δεύτερο συνθετικό επιθέτου που δηλώνει σχέση όπως δηλώνεται από το πρόθημα
- καλλίγονος (από καλή γενιά)
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -γονος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -γονος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Κατηγορία:Ανδρικά ονόματα με επίθημα -γονος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -γόνος στο Βικιλεξικό