Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δισέγγονο τα δισέγγονα
      γενική του δισέγγονου των δισέγγονων
    αιτιατική το δισέγγονο τα δισέγγονα
     κλητική δισέγγονο δισέγγονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δισέγγονο < δισ- (δις) + εγγόν(ι) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈseŋ.ɡo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐σέγ‐γο‐νο
παλιότερος συλλαβισμός: δισ‐έγ‐γο‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δισέγγονο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία