ρωσικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ρωσικά < ρωσικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ρωσικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό και ρώσικα και ρούσικα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ρωσικά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ρωσικά
- ρωσικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού