Ρωσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ρωσία | οι | Ρωσίες |
γενική | της | Ρωσίας | των | Ρωσιών |
αιτιατική | τη | Ρωσία | τις | Ρωσίες |
κλητική | Ρωσία | Ρωσίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ρωσία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ρωσία < Ῥῶς < αρχαία ανατολική σλαβική γλώσσα Русь (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασίατυπογραφικός συλλαβισμός : Ρω‐σί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΡωσία θηλυκό
- το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της Γης, το οποίο προέκυψε μετά τη διάσπαση της ΕΣΣΔ, με πρωτεύουσα τη Μόσχα, επίσημη γλώσσα την ρωσική και νόμισμα το ρούβλι. Καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ανατολικής Ευρώπης και ολόκληρη τη βόρεια Ασία.
- ⮡ επίσημη ονομασία: Ρωσική Ομοσπονδία
- (παλιότερα και καταχρηστικά) όλη η Σοβιετική Ένωση
- ⮡ ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- ελληνορωσικός
- ρωσοελληνικός
- ρωσομάθεια
- ρωσομαθής
- Ρωσοπόντιος / Ρωσοπόντια
- ρωσοτουρκικός
- ρωσοφιλία
- ρωσόφιλος
- ρωσοφωνία
- ρωσόφωνος
- φιλορωσικός
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κατηγορία:Πόλεις της Ρωσίας (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Πόλεις της Ρωσίας (ρωσικά) στο Βικιλεξικό
- Ρωσία στη Βικιπαίδεια
- Ρωσία στα Βικιταξίδια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ρωσία