Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρωσομαθής η ρωσομαθής το ρωσομαθές
      γενική του ρωσομαθούς* της ρωσομαθούς του ρωσομαθούς
    αιτιατική τον ρωσομαθή τη ρωσομαθή το ρωσομαθές
     κλητική ρωσομαθή(ς) ρωσομαθής ρωσομαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρωσομαθείς οι ρωσομαθείς τα ρωσομαθή
      γενική των ρωσομαθών των ρωσομαθών των ρωσομαθών
    αιτιατική τους ρωσομαθείς τις ρωσομαθείς τα ρωσομαθή
     κλητική ρωσομαθείς ρωσομαθείς ρωσομαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρωσομαθής < ρωσο- + -μαθής
Η λέξη μαρτυρείται από το 1889 [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾo.so.maˈθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρω‐σο‐μα‐θής

  Επίθετο επεξεργασία

ρωσομαθής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)