Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσάρος οι τσάροι
      γενική του τσάρου των τσάρων
    αιτιατική τον τσάρο τους τσάρους
     κλητική τσάρε τσάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσάρος < σλαβικής προέλευσης цар / cȁr < πρωτοσλαβική *cěsařь < πρωτογερμανική *kaisaraz < λατινική Caesar

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσάρος αρσενικό (θηλυκό τσαρίνα)

  1. τίτλος των πρώην ηγεμόνων της Βουλγαρίας (από 893 έως 1422 και από 1908 έως το 1946), Σερβίας (από το 1346 έως το 1371) και Ρωσίας (από το 1472 έως το 1917)
  2. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) σημαντικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνος / επικεφαλής σε κάποιο τομέα
    ※  Ο Σισμσέκ θα αντικαταστήσει τον Νουρεντίν Νεμπάτι, ο οποίος είναι υπουργός Οικονομικών από τα τέλη του 2021. Ο Νεμπάτι, προηγουμένως αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, θεωρήθηκε ότι ήταν κοντά στον πρώην τσάρο της οικονομίας Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γαμπρό του Ερντογάν. (www.ot.gr, 04.06.2023)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία