πρώην
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πρώην < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρῴην
Επίθετο
επεξεργασία
πρώην άκλιτο
- που κατείχε στο παρελθόν την αναφερόμενη ιδιότητα ή αξίωμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρώην αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- που κατείχε στο παρελθόν την αναφερόμενη ιδιότητα ή αξίωμα
- (κυρίως για ερωτικές σχέσεις) πρώην σύζυγος ή σύντροφος
- ⮡ είδα τον πρώην μου στο δρόμο αγκαζέ με μια ξανθιά