Δείτε επίσης: πρῴην

Ετυμολογία

επεξεργασία

πρώην άκλιτο

  • που κατείχε στο παρελθόν την αναφερόμενη ιδιότητα ή αξίωμα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • πρώην: για κάτοχο αξιώματος ή ιδιότητας στο παρελθόν
      προσκεκλημένοι στην εκδήλωση ήταν όλοι οι πρώην Πρόεδροι της Δημοκρατίας
  • τέως: για κάτοχο αξιώματος ή ιδιότητας ακριβώς πριν από τον σημερινό κάτοχο ή για τον τελευταίο που το κατείχε
      ο τέως βασιλιάς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρώην αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. που κατείχε στο παρελθόν την αναφερόμενη ιδιότητα ή αξίωμα
      πρώην ἀρχηγὸς εἰς τὰ ἄτακτα στρατεύματα (Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδας, Αρ. 29, 14 Σεπτ. 1833, Ναύπλιον, σελ. 223 )
  2. (κυρίως για ερωτικές σχέσεις) πρώην σύζυγος ή σύντροφος
      είδα τον πρώην μου στο δρόμο αγκαζέ με μια ξανθιά

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη πρωί & την αρχαία πρό

Μεταφράσεις

επεξεργασία