πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κάτοχος οι κάτοχοι
      γενική του/της κατόχου των κατόχων
    αιτιατική τον/την κάτοχο τους/τις κατόχους
     κλητική κάτοχε κάτοχοι
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάτοχος αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που κατέχει (έχει δικό του) ένα αντικείμενο
  • αυτός που κατέχει (ξέρει καλά) κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κάτοχος < κατέχω

κάτοχος