κατεχόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.teˈxo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τε‐χό‐με‐νος
Μετοχή επεξεργασία
κατεχόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα (κατέχομαι) του ρήματος κατέχω
- που βρίσκεται στην κατοχή κάποιου
- που βρίσκεται υπό το καθεστώς κατοχής
- ↪ Ο Πενταδάκτυλος δυστυχώς είναι τώρα κατεχόμενος.
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις κατέχω, κατά και έχω