Κατοχή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κατοχή | ||
γενική | της | Κατοχής | ||
αιτιατική | την | Κατοχή | ||
κλητική | Κατοχή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κατοχή < κατοχή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚατοχή θηλυκό στον ενικό
- περίοδος, κατά τη διάρκεια ή στο τέλος μιας πολεμικής συμπλοκής, κατά την οποία ένα κράτος βρίσκεται υπό τις δυνάμεις ενός άλλου χωρίς να προσαρτηθεί σ' αυτό
- (ειδικότερα, ελληνική ιστορία) η περίοδος 1941-1944 κατά την οποία η Ελλάδα βρισκόταν υπό τη στρατιωτική κατοχή των δυνάμεων του Άξονα (Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων)
- ※ κι ο τύπος ζήτησε συγγνώμη και συστήθηκε - ήταν ο μέγας Μπαγιαντέρας, ο Μήτσος με την καρδιά μάλαμα, κι έκανε πάντα αυτό το χωρατό, με τάχα λεκέδες και θηλιές, σ' όσους δεν ήξεραν που είχε μείνει τυφλός στην Κατοχή, από αφαγία. (Αύγουστος Κορτώ, Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας, εκδ. Πατάκης, 2023)
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Κατοχή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κατοχή