Occupation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Occupation < occupation
Προφορά επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
Occupation | Occupations |
Occupation (fr) θηλυκό
- η Κατοχή
Δείτε επίσης : occupation |
ενικός | πληθυντικός |
Occupation | Occupations |
Occupation (fr) θηλυκό