Δείτε επίσης: occupation

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Occupation < occupation

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
Occupation Occupations

Occupation (fr) θηλυκό