ενικός         πληθυντικός  
occupation occupations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

occupation (en)

  1. το επάγγελμα
    ⮡  What is his occupation?
    Ποιο είναι το επάγγελμά του;
     συνώνυμα:  employment, job, profession και work
  2. η απασχόληση, ο τρόπος με τον οποίο περνάω τον χρόνο μου, ειδικά όταν δεν εργάζομαι
    ⮡  Children’s occupation with playing must be creative.
    Η απασχόλησή των παιδιών με το παιχνίδι πρέπει να είναι δημιουργική.
    ⮡  His occupation with writing dates back a while.
    Η απασχόλησή του με το γράψιμο χρονολογείται από παλιά.
  3. (μη μετρήσιμο) η κατοχή, η κατάληψη, η κατάσταση και η χρονική περίοδος κατά την οποία μια χώρα ή τμήμα της έχει καταληφθεί από ξένα στρατεύματα
    ⮡  the occupation of 40% of Cyprus's land by the Turkish army - η κατοχή του 40% του εδάφους της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα
    ⮡  Hitler succeeded in the occupation of most European countries.
    Ο Χίτλερ πέτυχε την κατάληψη των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών.
  4. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η κατοχή, η κατάληψη, η ενέργεια του να ζω ή χρησιμοποιώ ένα κτίριο, δωμάτιο, γη κτλ.
    ⮡  Who is in occupation of the apartment?
    Σε τίνος την κατοχή είναι το διαμέρισμα;
    ⮡  Occupation of the building by homeless refugees occurred.
    Έγινε κατάληψη του κτιρίου από άστεγους πρόσφυγες.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη occupy



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
occupation occupations

occupation (fr) θηλυκό

  1. η απασχόληση
  2. η κατάληψη
  3. η κατοχή