occupation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
occupation | occupations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαoccupation (en)
- το επάγγελμα
- ⮡ What is his occupation?
- Ποιο είναι το επάγγελμά του;
- ≈ συνώνυμα: employment, job, profession και work
- ⮡ What is his occupation?
- η απασχόληση, ο τρόπος με τον οποίο περνάω τον χρόνο μου, ειδικά όταν δεν εργάζομαι
- ⮡ Children’s occupation with playing must be creative.
- Η απασχόλησή των παιδιών με το παιχνίδι πρέπει να είναι δημιουργική.
- ⮡ His occupation with writing dates back a while.
- Η απασχόλησή του με το γράψιμο χρονολογείται από παλιά.
- ⮡ Children’s occupation with playing must be creative.
- (μη μετρήσιμο) η κατοχή, η κατάληψη, η κατάσταση και η χρονική περίοδος κατά την οποία μια χώρα ή τμήμα της έχει καταληφθεί από ξένα στρατεύματα
- ⮡ the occupation of 40% of Cyprus's land by the Turkish army - η κατοχή του 40% του εδάφους της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα
- ⮡ Hitler succeeded in the occupation of most European countries.
- Ο Χίτλερ πέτυχε την κατάληψη των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών.
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η κατοχή, η κατάληψη, η ενέργεια του να ζω ή χρησιμοποιώ ένα κτίριο, δωμάτιο, γη κτλ.
- ⮡ Who is in occupation of the apartment?
- Σε τίνος την κατοχή είναι το διαμέρισμα;
- ⮡ Occupation of the building by homeless refugees occurred.
- Έγινε κατάληψη του κτιρίου από άστεγους πρόσφυγες.
- ⮡ Who is in occupation of the apartment?
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη occupy
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
occupation | occupations |
occupation (fr) θηλυκό
- η απασχόληση
- η κατάληψη
- η κατοχή