ενεστώτας occupy
γ΄ ενικό ενεστώτα occupies
αόριστος occupied
παθητική μετοχή occupied
ενεργητική μετοχή occupying

occupy (en)

  • κατέχω, η κατοχή κάτι
    ⮡  The students decided to occupy their school in protest.
    Οι φοιτητές αποφάσισαν κατοχή της σχολής τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Συγγενικά

επεξεργασία