κατέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατέχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατέχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈte.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τέ‐χω
Ρήμα
επεξεργασίακατέχω, παθ.φωνή: κατέχομαι, μτχ.π.ε.: κατεχόμενος ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους
- έχω στην κατοχή μου, στην ιδιοκτησία μου
- διατηρώ στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής σε ξένη χώρα και την ελέγχω
- γνωρίζω κάτι καλά
- ⮡ Κατέχεις τίποτα από ηλεκτρολογικά;
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαπρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | κατέχω | κατείχα | θα κατέχω | να κατέχω | κατέχοντας | |
β' ενικ. | κατέχεις | κατείχες | θα κατέχεις | να κατέχεις | κάτεχε | |
γ' ενικ. | κατέχει | κατείχε | θα κατέχει | να κατέχει | ||
α' πληθ. | κατέχουμε | κατείχαμε | θα κατέχουμε | να κατέχουμε | ||
β' πληθ. | κατέχετε | κατείχατε | θα κατέχετε | να κατέχετε | κατέχετε | |
γ' πληθ. | κατέχουν(ε) | κατείχαν κατείχαν(ε) |
θα κατέχουν(ε) | να κατέχουν(ε) |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία έχω στην κατοχή μου
γνωρίζω πολύ καλά
Πηγές
επεξεργασία- κατέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κατέχω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | κατέχω | κατέχομαι |
Παρατατικός | κατεῖχον | κατειχόμην |
Μέλλοντας | καθέξω, κατασχήσω | καθέξομαι, κατασχήσομαι & κατασχεθήσομαι |
Αόριστος | κατέσχον | κατεσχόμην, κατηνεξάμην & κατεσχέθην |
Παρακείμενος | κατέσχηκα | κατέσχημαι |
Υπερσυντέλικος | κατεσχήκειν | κατεσχήμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακατέχω (Χρειάζεται στοιχεία παραθεμάτων)
- κατέχω αντικείμενο, περιουσία, έχω κάτι στην κατοχή μου, το κάνω δικό μου
- ⮡ σῴζειν ἅπερ ἃν ἅπαξ κατάσχωσι
- ⮡ ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες
- ⮡ πάρος τινὰ γαῖα καθέξει : σύντομα θα μας κάνει δικούς της η γη (θα πεθάνουμε)
- κατέχω γη, εξουσιάζω και παθητικό εξουσιάζομαι, κατέχομαι
- ⮡ θήκας Ἰλιάδος γᾶς κατέχουσι
- ⮡ καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι
- χαλιναγωγώ, συγκρατούμαι, αναχαιτίζω
- ⮡ οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἐδυνάμην τὸν γέλωτα κατασχεῖν : ούτε εγώ μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου
- (μεταφορικά) γεμίζω, πλημμυρίζω, καθιστώ κάτι κυρίαρχο σε ένα χώρο
- ⮡ οἰμωγὴ κατεῖχε πελαγίαν ἅλα
- ⮡ νὺξ δνοφερὴ κάτεχ᾽ οὐρανόν/ σελήνη κατείχετο νεφέεσσιν
- ⮡ συνέβη λοιμώδη νόσον κατασχεῖν τὴν Ἰταλίαν”
- φτάνω στη στεριά από τα ανοιχτά της θάλασσας
- ⮡ ὁ δὲ δὴ ναυτικὸς στρατὸς ὁρμηθεὶς ἔπλεε καὶ κατέσχε τῆς Μαγνησίης χώρης
- επικρατώ
- ⮡ ὁ βορέας κατεῖχεν
- αντιλαμβάνομαι
- ⮡ τρίτον δὲ οὐ σφόδρα κατέχω τί βούλει φράζειν : δεν είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνω τι εννοείς με το τρίτο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία κατέχω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Πηγές
επεξεργασία- κατέχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατέχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.