Ετυμολογία

επεξεργασία
πλημμυρίζω < μεσαιωνική ελληνική πλημμυρίζω < αρχαία ελληνική πλημυρέω / πλημυρῶ < πλημύρα

πλημμυρίζω

  1. (αμετάβατο) γεμίζω με κάποιο υγρό που έχει ξεφύγει από τον φυσικό του χώρο
  2. (μεταβατικό) γεμίζω κάποιο χώρο με ένα υγρό
  3. (κατ’ επέκταση) (μεταβατικό) (αμετάβατο) (μεταφορικά) γεμίζω, κατακλύζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία