πλημμυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλημμυρίζω < μεσαιωνική ελληνική πλημμυρίζω < αρχαία ελληνική πλημυρέω / πλημυρῶ < πλημύρα
Ρήμα
επεξεργασίαπλημμυρίζω
- (αμετάβατο) γεμίζω με κάποιο υγρό που έχει ξεφύγει από τον φυσικό του χώρο
- (μεταβατικό) γεμίζω κάποιο χώρο με ένα υγρό
- (κατ’ επέκταση) (μεταβατικό) (αμετάβατο) (μεταφορικά) γεμίζω, κατακλύζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απλημμύριστος
- πλημμύρισμα
- πλημμυρισμένος
- → δείτε τη λέξη πλημμύρα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλημμυρίζω | πλημμύριζα | θα πλημμυρίζω | να πλημμυρίζω | πλημμυρίζοντας | |
β' ενικ. | πλημμυρίζεις | πλημμύριζες | θα πλημμυρίζεις | να πλημμυρίζεις | πλημμύριζε | |
γ' ενικ. | πλημμυρίζει | πλημμύριζε | θα πλημμυρίζει | να πλημμυρίζει | ||
α' πληθ. | πλημμυρίζουμε | πλημμυρίζαμε | θα πλημμυρίζουμε | να πλημμυρίζουμε | ||
β' πληθ. | πλημμυρίζετε | πλημμυρίζατε | θα πλημμυρίζετε | να πλημμυρίζετε | πλημμυρίζετε | |
γ' πληθ. | πλημμυρίζουν(ε) | πλημμύριζαν πλημμυρίζαν(ε) |
θα πλημμυρίζουν(ε) | να πλημμυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλημμύρισα | θα πλημμυρίσω | να πλημμυρίσω | πλημμυρίσει | ||
β' ενικ. | πλημμύρισες | θα πλημμυρίσεις | να πλημμυρίσεις | πλημμύρισε | ||
γ' ενικ. | πλημμύρισε | θα πλημμυρίσει | να πλημμυρίσει | |||
α' πληθ. | πλημμυρίσαμε | θα πλημμυρίσουμε | να πλημμυρίσουμε | |||
β' πληθ. | πλημμυρίσατε | θα πλημμυρίσετε | να πλημμυρίσετε | πλημμυρίστε | ||
γ' πληθ. | πλημμύρισαν πλημμυρίσαν(ε) |
θα πλημμυρίσουν(ε) | να πλημμυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλημμυρίσει | είχα πλημμυρίσει | θα έχω πλημμυρίσει | να έχω πλημμυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλημμυρίσει | είχες πλημμυρίσει | θα έχεις πλημμυρίσει | να έχεις πλημμυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλημμυρίσει | είχε πλημμυρίσει | θα έχει πλημμυρίσει | να έχει πλημμυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλημμυρίσει | είχαμε πλημμυρίσει | θα έχουμε πλημμυρίσει | να έχουμε πλημμυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλημμυρίσει | είχατε πλημμυρίσει | θα έχετε πλημμυρίσει | να έχετε πλημμυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλημμυρίσει | είχαν πλημμυρίσει | θα έχουν πλημμυρίσει | να έχουν πλημμυρίσει |
|