πλημύρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλημύρα | οι | πλημύρες |
γενική | της | πλημύρας | των | πλημυρών |
αιτιατική | την | πλημύρα | τις | πλημύρες |
κλητική | πλημύρα | πλημύρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλημύρα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλήμυρα με μετακίνηση τόνου[1] περισσότερα στο πλημύρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλημύρα θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πλημμύρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πλημύρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- γραφή με ένα μι: Όροι με πλημυρ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)