πλημμύρα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλημμύρα < ελληνιστική κοινή πλήμυρα[1]. Η γραφή με δύο μ των ομόρριζων αρχαιοελληνικών λέξεων απαντάται σε πολλούς κώδικες και δικαιολογείται ως προϊόν παρετυμολόγησης από το πλήν + μύρομαι (βλέπε Liddell-Scott στο λήμμα πλημυρίς. Το λεξικό Μπαμπινιώτη προτείνει την γραφή και των νεοελληνικών ομόρριζων λέξεων με ένα μ ως ετυμολογικά ορθή.
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pliˈmi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλημ‐μύ‐ρα
Ουσιαστικό Επεξεργασία
πλημμύρα θηλυκό
- η υπερχείλιση ποταμού ή λίμνης με αποτέλεσμα το νερό να καλύπτει χερσαίες περιοχές
- (συνεκδοχικά) η ραγδαία βροχή που καλύπτει με νερό μια έκταση
- υπάρχει κίνδυνος για πλημμύρες τις επόμενες μέρες
- (μεταφορικά) η, συνήθως ανεπιθύμητη, κάλυψη μιας επιφάνειας ή ενός χώρου με νερό
- η πληθώρα, η αφθονία από πράγματα
- ≈ συνώνυμα: πλησμονή, υπεραφθονία
- ≠ αντώνυμα: έλλειψη, σπανιότητα
- η πλημμύρα τηλεγραφημάτων
Άλλες γραφές Επεξεργασία
Επεξεργασία
Σύνθετα Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
πλημμύρα
Επεξεργασία
- ↑ πλημμύρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ γραφή με ένα μι: πλημυρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)