πλημμυρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλημμυρίδα < αρχαία ελληνική πλημυρίς ή πλημμυρίς. Δείτε πλημμύρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλημμυρίδα θηλυκό
- η μία από τις δύο φάσεις της παλίρροιας, αυτή κατά την οποία η στάθμη των νερών της θάλασσας ανεβαίνει