πλημμυρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πλημμυρίς | αἱ | πλημμύριδες |
γενική | τῆς | πλημμύριδος | τῶν | πλημμυρίδων |
δοτική | τῇ | πλημμύριδῐ | ταῖς | πλημμύρισῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πλημμύριδᾰ | τὰς | πλημμύριδᾰς |
κλητική ὦ! | πλημμυρίς | πλημμύριδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλημμύριδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλημμυρίδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλημμυρίς < αρχαία ελληνική πλημυρίς με παρετυμολογία: (πλήν) πλημ- + μύρομαι. Το σωστό, πλημυρίς < πλημύρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλημμυρίς, -ίδος θηλυκό
- άλλη γραφή του πλημυρίς, συνήθως, σε κώδικες
Πηγές
επεξεργασία- πλημυρίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλημμυρίς, πλημυρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.