flux
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
flux (en)
- η ροή
Συνώνυμα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- flux < (άμεσο δάνειο) λατινική fluxus (ροή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
flux | flux |
flux (fr) αρσενικό
- η ροή
- (λόγιο) η αφθονία
- η πλημμυρίδα