flow
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- flow < (κληρονομημένο) μέση αγγλική flowen
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
flow | flows |
flow (en)
- η ροή
- το ρεύμα
- (πληροφορική) ροή (εκτέλεσης προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | flow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flows |
αόριστος | flowed |
παθητική μετοχή | flowed |
ενεργητική μετοχή | flowing |
flow (en)