Ετυμολογία

επεξεργασία
flow < (κληρονομημένο) μέση αγγλική flowen

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fləʊ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
flow flows

flow (en)

  1. η ροή
  2. το ρεύμα
  3. (πληροφορική) ροή (εκτέλεσης προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή)

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας flow
γ΄ ενικό ενεστώτα flows
αόριστος flowed
παθητική μετοχή flowed
ενεργητική μετοχή flowing

flow (en)

  1. (αμετάβατο) ρέω, κυλάω, εισρέω, διαρρέω, περνάω, για υγρό, αέριο ή ηλεκτρική ενέργεια, κινείται σταθερά και συνεχώς προς μία κατεύθυνση
    ⮡  Tears were flowing from her eyes.
    Δάκρυα έρρεαν από τα μάτια της.
    ⮡  The Pineios flows quietly across the plain of Thessaly.
    Ο Πηνειός κυλάει ήσυχα μέσα από το Θεσσαλικό κάμπο.
    ⮡  Rainwater is flowing into the basement.
    Τα νερά της βροχής εισρέουν στο υπόγειο.
    ⮡  The Thames flows through London.
    Ο Τάμεσσης περνάει μέσα από το Λονδίνο.
    ⮡  The Eurotas flows through the valley of Laconia.
    Ο Ευρώτας διαρρέει την κοιλάδα της Λακωνίας.
     συνώνυμα:  run και stream
  2. (αμετάβατο) συρρέω, εισρέω, για άτομα ή πράγματα, μετακινείται συνεχώς από ένα μέρος ή άτομο σε άλλο, ειδικά σε μεγάλους αριθμούς ή ποσότητες
    ⮡  Crowds flowed into the stadium.
    Τα πλήθη συνέρρεαν στο στάδιο.
    ⮡  The foreign currency that flowed into Greece…
    Το ξένο συνάλλαγμα που εισέρρευσε στην Ελλάδα…
     συνώνυμα:  flood, pour, stream, swarm και throng
  3. (αμετάβατο) συρρέω, είναι διαθέσιμο εύκολα και σε μεγάλες ποσότητες
    ⮡  Money flowed into his coffers.
    Το χρήμα συνέρρεε στα χρηματοκιβώτιά του.