Δείτε επίσης: εἰσρέω

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εισρέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰσρέω < εἰς + ῥέω (εισ- + ρέω)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /isˈɾe.o/ [1]
ΔΦΑ : /izˈɾe.o/

  ΡήμαΕπεξεργασία

εισρέω, πρτ.: εισέρρεα, στ.μέλλ.: θα εισρεύσω, αόρ.: εισέρρευσα (χωρίς παθητική φωνή)

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία