ενεστώτας pour
γ΄ ενικό ενεστώτα pours
αόριστος poured
παθητική μετοχή poured
ενεργητική μετοχή pouring

pour (en)

  1. χύνω (υγρό σε δοχείο)
  2. χύνομαι, ξεχύνομαι
  3. (αμετάβατο) εισρέω, έρχονται ή πηγαίνουν κάπου συνεχώς σε μεγάλους αριθμούς
    ⮡  The crowds poured onto the fields.
    Τα πλήθη εισέρρεαν στα γήπεδα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flow



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Πρόθεση

επεξεργασία

pour (fr)

  1. για
  2. υπέρ