υπέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπέρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέρ & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pour[1]
Προφορά επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
υπέρ
- (+ αιτιατική) πιο πολύ, πιο πάνω
- ↪ υπέρ το δέον (παραπάνω απ' όσο χρειάζεται)
- (+ γενική) για να υπερασπιστεί κάποιος κάτι
- ↪ ψήφισε υπέρ της ιδέας
- ↪ Είστε υπέρ ή κατά;
- ως πρώτο συνθετικό → δείτε τη λέξη υπερ-
Αντώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υπέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας