Δείτε επίσης: ὑπέρ, υπερ-, εἴπερ

Ετυμολογία

επεξεργασία

υπέρ

  1. (+ αιτιατική) πιο πολύ, πιο πάνω
      υπέρ το δέον (παραπάνω απ' όσο χρειάζεται)
  2. (+ γενική) για να υπερασπιστεί κάποιος κάτι
      ψήφισε υπέρ της ιδέας
      Είστε υπέρ ή κατά;
  3. ως πρώτο συνθετικό  δείτε τη λέξη υπερ-

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία