Ετυμολογία

επεξεργασία
in favour <  δείτε τις λέξεις in και favour

in favour (en) (ιδιωματισμός, βρετανική γραφή)

  1. υπέρ, υποστηρίζω και συμφωνώ με κάποιον ή κάτι
    παράδειγμα  The majority of Greeks are in favor of a united Europe.
    Η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης.
  2. για χάρη, σε αντάλλαγμα για άλλο πράγμα γιατί το άλλο είναι καλύτερο ή το θέλω περισσότερο
    παράδειγμα  He was passed over in recent promotions in favour of Smith.
    Παραλείφθηκε στις τελευταίες προαγωγές για χάρη του Σμιθ.

Άλλες γραφές

επεξεργασία