ὑπέρ
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ὑπέρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *upér- (άνω) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *up-.[1] Συγγενή: λατινική super
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
ὑπέρ
- αρχαιότατο επίρρημα που έχασε αυτή τη λειτουργία στο λόγο και έγινε κύρια πρόθεση της αρχαίας ελληνικής. Σήμαινε αυτόνομα ή ως πρώτο συνθετικό λέξεων:
- (με αιτιατική) παραπάνω, πέρα, υπερβολικά, πάνω από το μέτρο
- ὑπέρ Ἑλλήσποντον" - πέρα από τον Ελλήσποντο
- ὑπέρ τά τετταράκοντα ἒτη γεγονότες - οι άνω των 40 ετών
- ὑπέρ τον άνθρωπον" - (που μετέπειτα έγινε μία λέξη και σημαίνει ότι) κάτι ξεπερνά τις δυνάμεις του ανθρώπου
- ὑπέρ το δέον - περισσότερο από όσο χρειάζεται
- (με γενική) υπεράσπιση, προς ωφέλεια, προς χάρη (κυρίως ως πρόθεση και σπανιότατα ως πρώτο συνθετικό)
- "νῦν ὑπέρ πάντων ἀγών"
- ὑπερασπίζομαι (θέτω την ασπίδα μου υπέρ τινος)
- αναφορά (κυρίως μετά τους ελληνιστικούς χρόνους)
- ὑπέρ τοῦ μη παθεῖν κακόν - για να μην πάθει κακό
- ὠργίζετο ὑπέρ τῶν γεγενημένων - οργιζόταν με όσα έγιναν
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- ως επίρρημα, προτού γίνει πρόθεση, το ὑπέρ σήμαινε το υπερβολικό και το υπέρμετρο
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- → δείτε το πρόθημα ὑπερ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὑπερ- στο Βικιλεξικό
Επεξεργασία
- ↑ «υπέρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ὑπέρ» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «ὑπέρ» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.