Δείτε επίσης: ὑπερ-, υπέρ, υπερ-

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπέρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *upér- (άνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *up-.[1] Συγγενή: λατινική super

  Πρόθεση

επεξεργασία

ὑπέρ

  • αρχαιότατο επίρρημα που έχασε αυτή τη λειτουργία στο λόγο και έγινε κύρια πρόθεση της αρχαίας ελληνικής. Σήμαινε αυτόνομα ή ως πρώτο συνθετικό λέξεων:
  1. (με αιτιατική) παραπάνω, πέρα, υπερβολικά, πάνω από το μέτρο
    ὑπὲρ Ἑλλήσποντον" - πέρα από τον Ελλήσποντο
    ὑπὲρ τὰ τετταράκοντα ἔτη γεγονότες - οι άνω των 40 ετών
    ὑπὲρ τὸν ἄνθρωπον" - (που μετέπειτα έγινε μία λέξη και σημαίνει ότι) κάτι ξεπερνά τις δυνάμεις του ανθρώπου
    ὑπὲρ τὸ δέον - περισσότερο από όσο χρειάζεται
  2. (με γενική) υπεράσπιση, προς ωφέλεια, προς χάρη (κυρίως ως πρόθεση και σπανιότατα ως πρώτο συνθετικό)
    "νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγῶν"
    ὑπερασπίζομαι (θέτω την ασπίδα μου υπέρ τινος)
  3. αναφορά (κυρίως μετά τους ελληνιστικούς χρόνους)
    ὑπὲρ τοῦ μὴ παθεῖν κακόν - για να μην πάθει κακό
    ὠργίζετο ὑπὲρ τῶν γεγενημένων - οργιζόταν με όσα έγιναν

Αντώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. υπέρ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.