Δείτε επίσης: ὑπο-, υπό, υπο-

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπό < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *upo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *up- [1] (υπό) που θεωρείται επίσης ρίζα του λατινικού sub με δυσεξήγητο s-

  Επίρρημα

επεξεργασία

ὑπό

  Πρόθεση

επεξεργασία

ὑπό

  1. (+ γενική)
    1. κάτω, κρυμμένο, κάτω από
    2. για δήλωση της αιτίας
      ⮡  ἀπώλλυτο ὑπὸ λιμοῦ
    3. για δήλωση της συνοδείας
      ⮡  κατέσκαπτον τὰ τείχη ὑπὸ αὐλητρίδων (κατέσκαπταν τα τείχη υπό τον ήχο αυλών)
  2. (+ δοτική) κάτω από
  3. (+ αιτιατική)
    1. κάτω από κάτι ή προς κάτι
    2. για δήλωση του χρόνου
      ⮡  ὑπὸ νύκτα (στη διάρκεια της νύχτας)
  4. (ως πρόθημα) → δείτε ὑπο-, ὑπ-, ὑφ-

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.