ὑπό
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ὑπό < πιθανόν από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *upo που τεκμαίρεται ότι υπήρξε και που θεωρείται επίσης ρίζα του λατινικού sub
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
- κάτω, κρυμμένο, κάτω από
- ξιφίδια ὑπό μάλης
- για δήλωση της αιτίας
- ἀπώλλυτο ὑπό λιμοῦ
- για δήλωση του χρόνου
- "ὑπό νύκτα" (στη διάρκεια της νύχτας)
- για δήλωση της συνοδείας
- ´κατέσκαπτον τά τείχη ὑπό αὐλητρίδων (κατέσκαπταν τα τείχη υπό τον ήχο αυλών)
- (ως πρόθημα) ανεπαισθήτως, σχεδόν
- ὑποβαρβαρίζω, ὑπόλευκος, ὑπόπικρος