ὑπό μάλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαὑπό μάλης (επιρρηματική έκφραση)
- υπό μάλης, κάτω απ’ τη μασχάλη
- (μεταφορικά) λαθραία, στα κρυφά (όπως για κρυμμένα όπλα)
- ⮡ ξιφίδια ὑπὸ μάλης ἔχοντας - κρύπτειν ὑπὸ μάλης
- ※ Οὐδ᾽ ὑπὸ μάλης ἡ πρόκλησις γέγονεν, ἀλλ᾽ ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ (Δημοσθένης, Πρὸς Ἄφοβον ὑπὲρ Φάνου Ψευδομαρτυριῶν, 12)
Πηγές
επεξεργασία- μάλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.