Δείτε επίσης: ὑπό, υπο-, ὑπο-

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.po/ προφέρεται άτονο με τόνο στην επόμενη λέξη, εκτός από περιπτώσεις έμφασης
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπό

υπό

  • (λόγιο) συνήθως σε εκφράσεις:
    1. (+ αιτιατική)
      1. κάτω από
        υπό το μηδέν
      2. μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες
          υπό καταρρακτώδη βροχή
          40 βαθμοί Κελσίου υπό σκιάν
      3. (μεταφορικά) για να δηλωθεί κατώτερη θέση ή υποδούλωση, καταπίεση κλπ
          υπό τον ζυγό της δουλείας
          ιστοσελίδα υπό κατασκευή
    2. (+ γενική, παρωχημένο για να δηλωθεί το πρόσωπο που ενεργεί σε παθητική σύνταξη (ποιητικό αίτιο)
        Υπόμνημα, συνταχθέν υπό του τάδε

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία