από
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- από < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπό [1] [2]
- το απ' < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπ' πριν από το [t] στους τύπους του οριστικού άρθρου ο
Προφορά επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
από, απ' και αφ'
- δηλώνει
- τόπο:
- αφετηρία
- ↪ Αν ξεκινήσεις τώρα από το σπίτι, θα με προλάβεις.
- σημείο εκκίνησης για εκτίμηση, μέτρηση, υπολογισμό
- ↪ Η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 25 ως 28 βαθμούς.
- μεταβολή κατάστασης
- ↪ από δήμαρχος κλητήρας
- απομάκρυνση
- ↪ Φύγε μακριά απ᾿ αυτόν!
- αφετηρία
- καταγωγή ή προέλευση
- ↪ Ο γείτονάς μου είναι από την Αίγυπτο.
- ↪ Ο Μάρκο Πόλο έφερε από την Κίνα το μετάξι στην Ευρώπη.
- εξάρτηση
- ↪ κρατήσου από μένα
- χρόνο:
- αφετηρία
- ↪ Έχω να τον δω απ᾿ την αποφοίτησή μας.
- σημείο εκκίνησης χρονικού διαστήματος
- ↪ Θα είμαι εδώ από νωρίς, έλα κι εσύ.
- αφετηρία
- αντιδιαστολή, σύγκριση, προτίμηση
- ↪ Ο Λευτέρης είναι μεγαλύτερος από τον Μάνθο.
- ↪ Προτιμώ τυρί και ψωμί από κάτι γλυκό.
- αναγκαστικό αίτιο
- ↪ παρασύρθηκε από την οργή
- ποιητικό αίτιο
- ↪ Η αυλή στρώθηκε με χαλίκι από τους εργάτες.
- ένα σύνολο που για ένα μέρος του γίνεται αναφορά
- ↪ Δέκα από τους μαθητές ανέλαβαν τη διοργάνωση της εκδρομής.
- επιμερισμό'
- ↪ Πήρα από τον καθένα τέσσερα ευρώ.
- μέσο ή τρόπο
- ↪ Θα τα πούμε απ᾿ το τηλέφωνο.
- αναφορά
- ↪ Η γνώμη του είναι σωστή από την άποψη του κέρδους.
- απαλλαγή
- ↪ Εξαιρέθηκε από τη γυμναστική, επειδή είχε πυρετό.
- αφαίρεση
- ↪ έξι από είκοσι κάνει δεκατέσσερα
- τόπο:
Σημειώσεις επεξεργασία
- Για λόγους ευφωνίας:
- Ο τύπος απ' χρησιμοποιείται πριν από φωνήεν και, μερικές φορές, πριν από τη γενική και την αιτιατική πτώση του οριστικού άρθρου
- Ο τύπος αφ' χρησιμοποιείται πριν από λέξη που, στο πολυτονικό σύστημα, δασυνόταν
επεξεργασία
- απο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα απο- στο Βικιλεξικό
- απ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα απ- στο Βικιλεξικό
- αφ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αφ- στο Βικιλεξικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- από δω
- από δω κι εμπρός
- από Θεού άρξασθαι: ας αρχίσομε με επίκληση στη βοήθεια του Θεού
- από καρδιάς: με την καρδιά
- από μηχανής θεός: για πρόσωπο που δίνει λύση ή βοήθεια αποσδόκητα
- από στήθους: με απομνημόνευση
- απ' την κορφή ως τα νύχια: σε όλο το σώμα
- αφ' ης στιγμής: από τη στιγμή, από τότε που.... // αφού
- αφ' υψηλού: υπεροπτικά, αλαζονικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
από
επεξεργασία
- ↑ από - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ από - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας