από
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- από < αρχαία ελληνική ἀπό
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
από και απ᾿ και αφ᾿
- δηλώνει
- τόπο:
- αφετηρία
- αν ξεκινήσεις τώρα από το σπίτι, θα με προλάβεις
- σημείο εκκίνησης για εκτίμηση, μέτρηση, υπολογισμό
- η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 25 ως 28 βαθμούς
- μεταβολή κατάστασης
- από δήμαρχος κλητήρας
- απομάκρυνση
- φύγε μακριά απ᾿ αυτόν!
- καταγωγή ή προέλευση
- ο γείτονάς μου είναι από την Αίγυπτο
- ο Μάρκο Πόλο έφερε από την Κίνα το μετάξι στην Ευρώπη
- εξάρτηση
- κρατήσου από μένα
- αφετηρία
- χρόνο:
- αφετηρία
- έχω να τον δω απ᾿ την αποφοίτησή μας
- σημείο εκκίνησης χρονικού διαστήματος
- θα είμαι εδώ από νωρίς, έλα κι εσύ
- αφετηρία
- αντιδιαστολή, σύγκριση, προτίμηση
- ο Λευτέρης είναι μεγαλύτερος από τον Μάνθο
- τυρί και ψωμί προτιμώ από κάτι γλυκό
- αναγκαστικό αίτιο
- παρασύρθηκε από την οργή
- ποιητικό αίτιο
- η αυλή στρώθηκε με χαλίκι από τους εργάτες
- ένα σύνολο που για ένα μέρος του γίνεται αναφορά
- δέκα από τους μαθητές ανέλαβαν τη διοργάνωση της εκδρομής
- επιμερισμό
- πήρα από τον καθένα τέσσερα ευρώ
- μέσο ή τρόπο
- θα τα πούμε απ᾿ το τηλέφωνο
- αναφορά
- η γνώμη του είναι σωστή από την άποψη του κέρδους
- απαλλαγή
- εξαιρέθηκε από τη γυμναστική, επειδή είχε πυρετό
- αφαίρεση
- έξι από είκοσι κάνει δεκατέσσερα
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Για λόγους ευφωνίας:
- Ο τύπος απ᾿ χρησιμοποιείται πριν από φωνήεν και, ενίοτε, πριν από τη γενική και την αιτιατική πτώση του οριστικού άρθρου
- Ο τύπος αφ᾿ χρησιμοποιείται πριν από λέξη που, στο πολυτονικό σύστημα, δασυνόταν
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- από Θεού άρξασθαι : ας αρχίσομε με επίκληση στη βοήθεια του Θεού
- από καρδιάς : με την καρδιά
- από μηχανής θεός : για πρόσωπο που δίνει λύση ή βοήθεια αποσδόκητα
- από στήθους : με απομνημόνευση
- από τη στιγμή / αφ᾿ ης στιγμής : από τότε που.... // αφού
- από την κορυφή ως τα νύχια : σε όλο το σώμα
- αφ᾿ υψηλού : υπεροπτικά, αλαζονικά