από στήθους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- από στήθους < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπὸ στήθους, έκφραση του (Σωκράτης ὁ Σχολαστικός (Socrates Scholasticus) [1] - δείτε στο ἀπὸ στήθους για περισσότερα
Έκφραση
επεξεργασίααπό στήθους
- (λόγιο) με απομνημόνευση, με αποστήθιση
- ※ Ήξερε την Αποκάλυψη από στήθους. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: απ' έξω, από μνήμης, μνημονικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία από στήθους
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)