απέξω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απέξω < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασία- (τοπικό) έξω (από κάπου)
- (τροπικό) με αποστήθιση, χωρίς να κοιτάζω κάποιο γραπτό
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπέξω άκλιτο (και απόξω, απ' έξω)
- που δεν είναι φίλιοι, συγγενείς, της παρέας, γνωστοί κλπ.
Επίθετο
επεξεργασίααπέξω άκλιτο (και απόξω, απ' έξω)
Εκφράσεις
επεξεργασία- απέξω απέξω: όχι ευθέως, με πλάγιο τρόπο και κάπως ανώδυνα
- απέξω κι ανακατωτά