απέξω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απέξω < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασία
- (τοπικό) έξω (από κάπου)
- (τροπικό) με αποστήθιση, χωρίς να κοιτάζω κάποιο γραπτό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Εκφράσεις
επεξεργασία- απέξω απέξω: όχι ευθέως, με πλάγιο τρόπο και κάπως ανώδυνα
- απέξω κι ανακατωτά