ξενόφερτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενόφερτος < ξέν(α) + -ό- + φερτός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαξενόφερτος, -ή -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει έρθει από ξένα, από άλλη χώρα
- για θεσμούς, ήθη, συνήθειες, λέξεις κ.λπ. που έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό και που συνήθως δεν έχουν αφομοιωθεί από τους ντόπιους
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξενόφερτος
|