φερτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φερτός | η | φερτή | το | φερτό |
γενική | του | φερτού | της | φερτής | του | φερτού |
αιτιατική | τον | φερτό | τη | φερτή | το | φερτό |
κλητική | φερτέ | φερτή | φερτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φερτοί | οι | φερτές | τα | φερτά |
γενική | των | φερτών | των | φερτών | των | φερτών |
αιτιατική | τους | φερτούς | τις | φερτές | τα | φερτά |
κλητική | φερτοί | φερτές | φερτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φερτός < αρχαία ελληνική φερτός
Επίθετο
επεξεργασίαφερτός
- ο φερμένος από αλλού, που έχει μεταφερθεί, παρασυθεί εδώ
- φερτή ύλη (στο δέλτα των ποταμών)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φερτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φερτός< φέρω
Επίθετο
επεξεργασίαφερτός, ή, όν