δέλτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δέλτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δέλτα ουδέτερο άκλιτο
- Το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (δ, κεφαλαίο: Δ).
- (μεταφορικά) ό,τι έχει σχήμα Δ
- Το κομμάτι ξηράς (τριγωνική νησίδα) που σχηματίζεται ανάμεσα στα στόμια των εκβολών ενός ποταμού
- το δέλτα του Νείλου
- (αστρονομία) άλλη ονομασία του αστερισμού Τρίγωνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δέλτα
αστερισμός
→ δείτε τη λέξη Τρίγωνο |