εκβολή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκβολή | οι | εκβολές |
γενική | της | εκβολής | των | εκβολών |
αιτιατική | την | εκβολή | τις | εκβολές |
κλητική | εκβολή | εκβολές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκβολή < αρχαία ελληνική ἐκβολή
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εκβολή θηλυκό