• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εκβολή

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκβολή οι εκβολές
      γενική της εκβολής των εκβολών
    αιτιατική την εκβολή τις εκβολές
     κλητική εκβολή εκβολές
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκβολή < αρχαία ελληνική ἐκβολή

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.voˈli/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εκβολή θηλυκό

  • (για ποταμό) το μέρος όπου εκβάλλει, χύνεται στη θάλασσα


Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • εκβάλλω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εκβολή
  • αγγλικά : estuary (en)
  • γαλλικά : estuaire (fr), embouchure (fr)
  • πολωνικά : ujście (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκβολή&oldid=4992826"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Φεβρουαρίου 2021, στις 02:24

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Φεβρουαρίου 2021, στις 02:24.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie