νησίδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νησίδα | οι | νησίδες |
γενική | της | νησίδας | των | νησίδων |
αιτιατική | τη | νησίδα | τις | νησίδες |
κλητική | νησίδα | νησίδες | ||
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νησίδα < αρχαία ελληνική νησίς < νῆσος (2.3 (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική îlot)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νησίδα θηλυκό
- (λόγιο) μικρό νησί
- Άλλες μορφές: νησάκι
- (κατ' επέκταση) λωρίδα σε δρόμο, που τον διαχωρίζει και προστατεύει τους πεζούς
- (μεταφορικά) οτιδήποτε έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά, που το κάνουν να ξεχωρίζει απ’ τα γύρω του
Επεξεργασία
- βραχονησίδα
- νησίδιο
- → δείτε τη λέξη νησί