↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νῆσος αἱ νῆσοι
      γενική τῆς νήσου τῶν νήσων
      δοτική τῇ νήσ ταῖς νήσοις
    αιτιατική τὴν νῆσον τὰς νήσους
     κλητική ! νῆσε νῆσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νήσω
γεν-δοτ τοῖν  νήσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νῆσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νῆσος < αβέβαιης ετυμολογίας. Δεν φαίνεται να υπάρχει σύνδεση με το νήχω (κολυμπάω). Κατ' άλλη άποψη σχετίζεται με τη λατινική nasus (μύτη). Ή πιθανόν, δάνειο μεσογειακής προέλευσης. [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νῆσος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.