νῆσος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νῆσος | αἱ | νῆσοι |
γενική | τῆς | νήσου | τῶν | νήσων |
δοτική | τῇ | νήσῳ | ταῖς | νήσοις |
αιτιατική | τὴν | νῆσον | τὰς | νήσους |
κλητική ὦ! | νῆσε | νῆσοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νήσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νήσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νῆσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νῆσος < αβέβαιης ετυμολογίας. Δεν φαίνεται να υπάρχει σύνδεση με το νήχω (κολυμπάω). Κατ' άλλη άποψη σχετίζεται με τη λατινική nasus (μύτη). Ή πιθανόν, δάνειο μεσογειακής προέλευσης. [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίανῆσος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- νῆσος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νῆσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.