νήχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίανήχω, μέσο: νήχομαι
- κολυμπώ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 399
- νῆχε δ᾽ ἐπειγόμενος ποσὶν ἠπείρου ἐπιβῆναι.
- Όλος σπουδή κολύμπησε να φτάσει, για να πατήσει χώμα το ποδάρι του.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- νῆχε δ᾽ ἐπειγόμενος ποσὶν ἠπείρου ἐπιβῆναι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 280 (στίχοι 280-281)
- ἀλλ᾽ ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν, ἧος ἐπῆλθον | ἐς ποταμόν,
- Έκανα πίσω τότε, πήρα ξανά να κολυμπώ, οπότε βρέθηκα μπροστά | σ᾽ ένα ποτάμι·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν, ἧος ἐπῆλθον | ἐς ποταμόν,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 317 (315-317)
- οἳ δὲ κατ᾽ αὐτὸν | κύκνοι ἀερσιπόται μεγάλ᾽ ἤπυον, οἵ ῥά τε πολλοὶ | νῆχον ἐπ᾽ ἄκρον ὕδωρ· παρὰ δ᾽ ἰχθύες ἐκλονέοντο·
- Στα μέρη του | κύκνοι φωνάζαν δυνατά καθώς ψηλά πετούσαν, μα οι πιο πολλοί | απάνω στο νερό κολύμπαγαν. Δίπλα χοροπηδούσαν ψάρια.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἳ δὲ κατ᾽ αὐτὸν | κύκνοι ἀερσιπόται μεγάλ᾽ ἤπυον, οἵ ῥά τε πολλοὶ | νῆχον ἐπ᾽ ἄκρον ὕδωρ· παρὰ δ᾽ ἰχθύες ἐκλονέοντο·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 399
Άλλες μορφές
επεξεργασία- δωρικός τύπος : νάχω
- επικός τύπος : παρατ. νῆχον
- επικός τύπος : παρατ. γ' ενικ. νῆχε
- επικός τύπος : παρατ. μέση φωνή νήχοντο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νήχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νήχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.