Ετυμολογία

επεξεργασία
κολυμβάω < κόλυμβος + -άω

κολυμβάω/ κολυμβῶ

  1. βουτώ στο νερό με το κεφάλι προς τα κάτω, κάνω κατάδυση
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 350a
    Οἶσθα οὖν τίνες εἰς τὰ φρέατα κολυμβῶσιν θαρραλέως; ― Ἔγωγε, ὅτι οἱ κολυμβηταί. ― Πότερον διότι ἐπίστανται ἢ δι᾽ ἄλλο τι; ― Ὅτι ἐπίστανται.
    Λοιπόν, ξέρεις ποιοί κατεβαίνουν και βουτούν άφοβα στα πηγάδια; Θέλει και ρώτημα, οι δύτες. Γιατί; επειδή είναι εξασκημένοι ή από κάποια άλλη αιτία; Επειδή είναι εξασκημένοι.
    Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
  2. κολυμπώ
    → δείτε παράθεμα στο κολυμβᾶν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία