κολυμβάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακολυμβάω/ κολυμβῶ
- βουτώ στο νερό με το κεφάλι προς τα κάτω, κάνω κατάδυση
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 350a
- Οἶσθα οὖν τίνες εἰς τὰ φρέατα κολυμβῶσιν θαρραλέως; ― Ἔγωγε, ὅτι οἱ κολυμβηταί. ― Πότερον διότι ἐπίστανται ἢ δι᾽ ἄλλο τι; ― Ὅτι ἐπίστανται.
- Λοιπόν, ξέρεις ποιοί κατεβαίνουν και βουτούν άφοβα στα πηγάδια; Θέλει και ρώτημα, οι δύτες. Γιατί; επειδή είναι εξασκημένοι ή από κάποια άλλη αιτία; Επειδή είναι εξασκημένοι.
- Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
- Οἶσθα οὖν τίνες εἰς τὰ φρέατα κολυμβῶσιν θαρραλέως; ― Ἔγωγε, ὅτι οἱ κολυμβηταί. ― Πότερον διότι ἐπίστανται ἢ δι᾽ ἄλλο τι; ― Ὅτι ἐπίστανται.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 350a
- κολυμπώ
- → δείτε παράθεμα στο κολυμβᾶν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κολυμβάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κολυμβάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.