κολυμβήθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολυμβήθρα < αρχαία ελληνική κολυμβήθρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολυμβήθρα θηλυκό
- άλλη μορφή του κολυμπήθρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κολυμβήθρα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολυμβήθρα < → λείπει η ετυμολογία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κολυμβήθρᾱ | αἱ | κολυμβῆθραι |
γενική | τῆς | κολυμβήθρᾱς | τῶν | κολυμβηθρῶν |
δοτική | τῇ | κολυμβήθρᾳ | ταῖς | κολυμβήθραις |
αιτιατική | τὴν | κολυμβήθρᾱν | τὰς | κολυμβήθρᾱς |
κλητική ὦ! | κολυμβήθρᾱ | κολυμβῆθραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κολυμβήθρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κολυμβήθραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολυμβήθρα, -ας θηλυκό
- περιοχή για κολύμπι ή κατάδυση
- πισίνα
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 76.5
- καὶ μεταρθεὶς κατέκειτο παρὰ τὴν μεγάλην κολυμβήθραν, ὅτε δὴ τοῖς ἡγεμόσι διελέχθη περὶ τῶν ἐρήμων ἡγεμονίας τάξεων, ὅπως καταστήσωσι δοκιμάσαντες.
- Μεταφέρθηκε από εκεί και ήταν ξαπλωμένος κοντά στη μεγάλη κολυμβήθρα και συζήτησε με τους αρχηγούς για τις κενές θέσεις στη διοίκηση του στρατού, με σκοπό να τις συμπληρώσουν, αφού δοκιμάσουν τους επικεφαλής.
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
- καὶ μεταρθεὶς κατέκειτο παρὰ τὴν μεγάλην κολυμβήθραν, ὅτε δὴ τοῖς ἡγεμόσι διελέχθη περὶ τῶν ἐρήμων ἡγεμονίας τάξεων, ὅπως καταστήσωσι δοκιμάσαντες.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De sanitate tuenda, 3.10, p. 220 @scaife.perseus
- ἡ δὲ ἐν τῇ ψυχρᾷ κολυμβήθρᾳ διατριβὴ μὴ πολυχρόνιος γενέσθω, μηδ αὐτὸ τὸ ὕδωρ ἄγαν ἔστω ψυχρόν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 76.5
- δεξαμενή, στέρνα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 453d
- ἄντε τις εἰς κολυμβήθραν μικρὰν ἐμπέσῃ ἄντε εἰς τὸ μέγιστον πέλαγος μέσον, ὅμως γε νεῖ οὐδὲν ἧττον.
- είτε πέσει κανείς μες σε μια μικρή δεξαμενή, είτε στο πιο μεγάλο πέλαγος καταμεσής, το ίδιο κολυμπά και στη μια και στην άλλη περίπτωση.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ἄντε τις εἰς κολυμβήθραν μικρὰν ἐμπέσῃ ἄντε εἰς τὸ μέγιστον πέλαγος μέσον, ὅμως γε νεῖ οὐδὲν ἧττον.
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 11, 25.4 @scaife.perseus
- κατεσκεύασαν δὲ οἱ Ἀκραγαντῖνοι καὶ κολυμβήθραν πολυτελῆ, τὴν περίμετρον ἔχουσαν σταδίων ἑπτά, τὸ δὲ βάθος πηχῶν εἴκοσι. εἰς δὲ ταύτην ἐπαγομένων ποταμίων καὶ κρηναίων ὑδάτων ἰχθυοτροφεῖον ἐγένετο,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 453d
- δεξαμενή, βαρέλι για κρασί
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 13, 83.3 @scaife.perseus
- εἶναι δʼ ἐν αὐτῷ τριακοσίους μὲν πίθους ἐξ αὐτῆς τῆς πέτρας τετμημένους, ἕκαστον ἑκατὸν ἀμφορεῖς χωροῦντα· κολυμβήθραν δὲ παρʼ αὐτοῖς ὑπάρχειν κεκονιαμένην, χωροῦσαν ἀμφορεῖς χιλίους, ἐξ ἧς τὴν ῥύσιν εἰς τοὺς πίθους γίνεσθαι.
- (για βάπτισμα) κολυμβήθρα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κολυμβάω
Πηγές
επεξεργασία- κολυμβήθρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κολυμβήθρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.