κρασί
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρασί | τα | κρασιά |
γενική | του | κρασιού | των | κρασιών |
αιτιατική | το | κρασί | τα | κρασιά |
κλητική | κρασί | κρασιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κρασί < μεσαιωνική ελληνική κρασίν < αρχαία ελληνική κρᾶσις (οίνου), (: ανακάτεμα)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κρασί ουδέτερο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- βάζω νερό στο κρασί μου: γίνομαι διαλλακτικός, υποχωρώ σε μερικές από τις απαιτήσεις μου
- καλά κρασιά!: για κάτι που θεωρούμε απίθανο ότι θα γίνει
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
και
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κρασί στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κρασί
|