Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
πέτρινη κολυμπήθρα (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολυμπήθρα οι κολυμπήθρες
      γενική της κολυμπήθρας των κολυμπηθρών
    αιτιατική την κολυμπήθρα τις κολυμπήθρες
     κλητική κολυμπήθρα κολυμπήθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολυμπήθρα < αρχαία ελληνική κολυμβήθρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολυμπήθρα θηλυκό

  1. χριστιανικό εκκλησιαστικό σκεύος το οποίο χρησιμοποιείται στη βάφτιση
  2. σημείο σε ποτάμι που μοιάζει με δεξαμενή

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία