βάφτιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάφτιση | οι | βαφτίσεις |
γενική | της | βάφτισης* | των | βαφτίσεων |
αιτιατική | τη | βάφτιση | τις | βαφτίσεις |
κλητική | βάφτιση | βαφτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαφτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βάφτιση < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βάπτι(σις) (παρόμοια σημασία) + -ση με ανομοίωση του [pt] > [ft] < αρχαία ελληνική βάπτισις (βύθισμα σε υγρό)[1] < βαπτίζω < βάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷabʰ-
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βάφτιση θηλυκό
- (χριστιανισμός) η τελετουργική βύθιση στο νερό ενός ανθρώπου, που σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας πνευματικής πορείας
- η βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη
- (χριστιανισμός) η τέλεση του βαπτίσματος, του μυστηρίου της εκκλησίας, με το οποίο ένα βρέφος γίνεται χριστιανός, με παράλληλη ονοματοδοσία
- (ειδικότερα: χριστιανισμός, ζωγραφική) η παράσταση της βάπτισης του Χριστού σε εικόνες ή τοιχογραφίες σε ναούς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βαφτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ βάφτιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας