στέρνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στέρνα | οι | στέρνες |
γενική | της | στέρνας | των | στερνών |
αιτιατική | τη | στέρνα | τις | στέρνες |
κλητική | στέρνα | στέρνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στέρνα < μεσαιωνική ελληνική στέρνα < κιστέρνα < λατινική cisterna < cista < αρχαία ελληνική κίστη (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στέρνα θηλυκό
- δεξαμενή για την συλλογή (συνήθως) βρόχινου νερού
- ※ Τότε, την ώρα που στέγνωναν επάνω τους τα ιδρωμένα ρούχα, άρχιζε να διηγείται αλλιώς, χωρίς λιβάνι, με λέξεις για τη σάρκα του κόσμου, για μελαγχολικούς σουλτάνους, έκφυλους ιερωμένους, αυτάρεσκες χορεύτριες, φορτωμένες κρίκους στα πόδια κι άλλες ομορφιές των σεραγιών, που καμάρωναν το είδωλό τους σε στέρνες κάτω από κυπαρίσσια και ροδοδάφνες. (Ισίδωρος Ζουργός, Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο, εκδ. Πατάκης, 2016)