στέρνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στέρνα | οι | στέρνες |
γενική | της | στέρνας | των | στερνών |
αιτιατική | τη | στέρνα | τις | στέρνες |
κλητική | στέρνα | στέρνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στέρνα < μεσαιωνική ελληνική στέρνα < κιστέρνα < λατινική cisterna < cista < αρχαία ελληνική κίστη (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστέρνα θηλυκό