• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

στέρνα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : στερνά

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέρνα οι στέρνες
      γενική της στέρνας των στερνών
    αιτιατική τη στέρνα τις στέρνες
     κλητική στέρνα στέρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στέρνα < μεσαιωνική ελληνική στέρνα < κιστέρνα < λατινική cisterna < cista < αρχαία ελληνική κίστη (αντιδάνειο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στέρνα θηλυκό

  • δεξαμενή για την συλλογή (συνήθως) βρόχινου νερού

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • κιστέρνα
  • γιστέρνα
  • γκιστέρνα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    στέρνα
  • αγγλικά : cistern (en)
  • γερμανικά : Zisterne (de)
  • ιταλικά : cisterna (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στέρνα&oldid=5638817"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Δεκεμβρίου 2022, στις 05:35
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Δεκεμβρίου 2022, στις 05:35.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie