Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιστέρνα οι γιστέρνες
      γενική της γιστέρνας των γιστερνών
    αιτιατική τη γιστέρνα τις γιστέρνες
     κλητική γιστέρνα γιστέρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιστέρνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιστέρνα μορφή του κινστέρνα → δείτε τη λέξη στέρνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιστέρνα θηλυκό

  • (ιδιωματικό) άλλη μορφή του κιστέρνα, η στέρνα[1]
    ※  Το δώμα με ανοίγματα για να χύνονται τα νερά της βροχής από τα λούκια στο δρόμο ή στη γιστέρνα όπως ονομάζεται η στέρνα στην Αστυπάλια (Τα μονόσπιτα του Αιγαίου, ΡΟΔΙΑΚΗ, 30/1/2021, [2])

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λήμμα: «γιστέρνα, η» Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής [1], αναφερόμενο στο Κυπρή Θδανώ Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιστέρνα < κινστέρνα με αλλαγή σε ... εξαιτίας του ... < λατινική cisterna • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιστέρνα θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 105 -  Meursius (Meurs Μόιρς), Johannes, Glossarium graecobarbarum, apud Ludovicum Elzevirium, 1614 @books.google

  Πηγές επεξεργασία